ἀγγέλλων

ἀγγέλλων
ἀγγέλλω
bear a message
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγγέλλω — (Α ἀγγέλλω) φέρω αγγελία ή παραγγελία, αναγγέλλω, γνωστοποιώ αρχ. 1. μέσ. αναγγέλλω κάτι για κάποιον 2. (μτχ. ενεστ.) ἀγγέλλων αγγελιαφόρος, πληροφοριοδότης 3. (παθητ. μτχ.) τὰ ἀγγελθέντα ή ἠγγελμένα είδηση, αγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγελος τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • φρυκτός — ή, ό / φρυκτός, ή, όν, ΝΜΑ [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένος μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτή είδος ρητίνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτός α) φλεγόμενος δαυλός β) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει»,… …   Dictionary of Greek

  • ԳՈՒԺԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0579 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. ἅγγελος, ἁγγέλλων, ἁνάγγελλων nuncius (tristis), annuncians, denuncians Պատգամաւոր. որ բերէ զլուր չար գուժի. գուժաբեր, բօթաբեր. գուժաւոր. սեւ կամ չար խապար բերօղ. *Եհաս գուժկան առ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”